- μοιρολογίστρα
- μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και μοιρολογίστρα και μοιριολογίστρια)γυναίκα που εκτελεί και συχνά συνθέτει τα μοιρολόγια, συνήθως με αμοιβή, αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστριανεοελλ.μτφ. απαισιόδοξος, μεμψίμοιρος άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολογῶ + -ίστρα (-ίστρια (πρβλ. κουν-ίστρα, τραγουδίστρια)].
Dictionary of Greek. 2013.